- βρίκιον
- και μπρίκι, τοτύπος ιστιοφόρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) brig «πλοιάριο». Η απόδοση με -β- οφείλεται σε υπερδιόρθωση ή «υπεραστισμό» (huperurbanismus), δηλ. εσφαλμένη διόρθωση της φωνητικής αποδόσεωςπρβλ. βόμβα αντί μπόμπα, μοδέλο αντί μοντέλο κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.